οπτικομετρία

οπτικομετρία
και οπτικομετρική, η
σύνολο μεθόδων που αποσκοπούν στη μελέτη και μέτρηση τής διαθλαστικής δύναμης τού οφθαλμού και στη διαπίστωση τών οπτικών ανωμαλιών οι οποίες μπορούν να διορθωθούν με γυαλιά ή με φακούς επαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. optometry (< ὀπτός [Ι] «ορατός» + -μετρία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οπτικομετρικός — ή, ό [οπτικομετρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οπτικομετρία ή στο οπτικόμετρο 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτικομετρική η οπτικομετρία. επίρρ... οπτικομετρικώς με οπτικομετρικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • οπτικόμετρο — το όργανο που χρησιμοποιείται στην οπτικομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. optometer (< ὀπτός (Ι) «ορατός» + μέτρο). Ο τ. οπτόμετρον μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”